Κεντρικός στόχος αποτελεί η μετάβαση σε ένα νέο μίγμα παραγωγής ενέργειας, όπου το μερίδιο συμμετοχής του λιγνίτη θα περιοριστεί ενώ των ΑΠΕ θα αυξηθεί τουλάχιστον στο 50%
Η κατάρτιση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού είναι ένα από τα μείζονα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Πρόκειται για μνημονιακή υποχρέωση της χώρας που διαρκώς ετεροχρονίζεται και με βάση τη συμφωνία για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος Μαρτίου.
Μιλώντας σε ενεστώτα διαρκείας ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, απάντησε πρόσφατα σε σχετική ερώτηση στη Βουλή και δήλωσε ότι το υπουργείο συγκροτεί την ειδική δομή που θα είναι υπεύθυνη για την εκπόνησή του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού.
Πάντως θεωρείται βέβαιο ότι στην όλη διαδικασία κεντρικό ρόλο θα έχει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη κεντρικός στόχος της κυβέρνησης στο πλαίσιο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού είναι η μετάβαση σε ένα νέο μίγμα, στο οποίο ο λιγνίτης θα παραμένει ένα από τα βασικά καύσιμα, αλλά το μερίδιό του θα περιοριστεί και σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας θα προέρχεται από ΑΠΕ.
Σταδιακή αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ
Έτσι ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός θα επικεντρωθεί στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, με στόχο, σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη να αυξάνουν συνεχώς το μερίδιό τους στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα, ώστε έως το 2030 σχεδόν το 50% της ηλεκτροπαραγωγής να προέρχεται από ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα προωθείται και η θέσπιση νέου Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ, το οποίο θα αντιμετωπίσει προβλήματα που έχουν προκύψει όπως η υπερσυγκέντρωση έργων ΑΠΕ σε συγκεκριμένες περιοχές, ενώ θα ενισχυθούν τα κίνητρα για επενδύσεις.
Πάντως το ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα της χώρας είναι ίσως το πλέον κρίσιμο ζήτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η μελέτη για τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό.
Ο λιγνίτης είναι το μοναδικό εγχώριο καύσιμο, από το οποίο εξαρτάται το μακροπρόθεσμο ενεργειακό κόστος, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη μελλοντική βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Όπως είχε υποστηρίξει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης, «η λιγνιτική παραγωγή, σύμφωνα και με τα πρόσφατα συμπεράσματα της Ακαδημίας Αθηνών είναι απαραίτητη όπως και άλλες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βάσης για το μεταβατικό στάδιο μέχρι να προχωρήσουμε οριστικά στις «καθαρές» μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις ΑΠΕ».
Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη η λιγνιτική παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να είναι της τάξης του 25% - 28% τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού.
Αναγκαία η λιγνιτική παραγωγή
Μάλιστα ο πρόεδρος της ΔΕΗ σημειώνει ότι η λιγνιτική παραγωγή σε κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό είναι αναγκαία για τη χώρα και όχι για τη ΔΕΗ, η οποία όπως λέει «επιτελεί εθνικό καθήκον εκμεταλλευόμενη τον λιγνίτη».
Ο κ. Παναγιωτάκης επιχειρεί να «δει» την ευκαιρία για την επιχείρηση, μέσα από τον εξαναγκασμό της πώλησης του 40% της λιγνιτικής παραγωγής και παρουσιάζει με κάθε ευκαιρία τη στροφή της ΔΕΗ στις καθαρές μορφές ενέργειας κυρίως μέσω της ΔΕΗ Ανανεώσιμες.
Έτσι κατά την πρόσφατη υπογραφή δανειακής σύμβασης με την ΕΤΕπ για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ ο κ. Παναγιωτάκης σημείωσε ότι η κατασκευή της μονάδας «Πτολεμαΐδα V» είναι η τελευταία μεγάλη επένδυση της επιχείρησης στον λιγνίτη.
Η εμπλοκή της ΔΕΗ στις ΑΠΕ, όπως είπε, θα δώσει μια νέα δυναμική και θα διαμορφώσει ορθότερες συνθήκες ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών στη χώρα μας, χωρίς επανάληψη των λαθών του παρελθόντος.
Πηγή: www.worldenergynews.gr
ΥΠΕΝ: Ξεκινά την εκπόνηση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού – Οι βασικές παράμετροι για λιγνίτη και ΑΠΕ
21/01/2018 - 12:29